- κακόχυμος
- -η, -ο (AM κακόχυμος, -ον)(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμίααρχ.1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς2. (για τροφές) α) ανθυγιεινόςβ) αυτός που έχει κακή γεύση3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμονη κακοχυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ-χυμος, παχύ-χυμος].
Dictionary of Greek. 2013.